Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
actually
/ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά;
USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
am
/æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
asked
/ɑːsk/ = ADJECTIVE: ερωτηθείς;
USER: ρώτησε, ζήτησε, Έγινε, ζητηθεί, ζήτησε από
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
away
/əˈweɪ/ = ADVERB: μακριά;
NOUN: απών;
USER: μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, σέντρα, περάσει, περάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
balloon
/bəˈluːn/ = NOUN: μπαλόνι, αερόστατο;
USER: μπαλόνι, αερόστατο, μπαλονιού, μπαλόνια, μπαλονιών
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
budget
/ˈbʌdʒ.ɪt/ = NOUN: προϋπολογισμός;
VERB: προϋπολογίζω;
USER: προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
complete
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός;
VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω;
USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
couldn
/ˈkʊd.ənt/ = USER: μπορούσα, μπορούσα να, δεν μπορούσα, μπόρεσα, μπορούσες
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
deliveries
/dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας;
USER: παραδόσεις, παραδόσεων, τις παραδόσεις, οι παραδόσεις, των παραδόσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
describes
/dɪˈskraɪb/ = VERB: περιγράφω, χαρακτηρίζω;
USER: περιγράφει, περιγράφει την, περιγράφει τον, περιγράφει τις, περιγράφεται
GT
GD
C
H
L
M
O
director
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
dollars
/ˈdɒl.ər/ = NOUN: δολάριο;
USER: δολάρια, δολαρίων, ΗΠΑ, δολάρια για
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
excellent
/ˈek.səl.ənt/ = ADJECTIVE: έξοχος;
USER: άριστη, excellent, εξαιρετική, εξαιρετικό, εξαιρετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
experience
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών
GT
GD
C
H
L
M
O
extreme
/ɪkˈstriːm/ = ADJECTIVE: ακραίος, άκρο, άκρος, έσχατος;
USER: άκρο, ακραίος, ακραίες, ακραία, ακραίων
GT
GD
C
H
L
M
O
fixer
/ˈfɪk.sər/ = NOUN: διορθωτής, στερεωτής;
USER: διορθωτής, στερεωτής, Fixer, συναρμολογητής, σταθεροποιητή
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
game
/ɡeɪm/ = NOUN: παιχνίδι, άθλημα, αγών, κυνήγιο, παιγνίδιο, αγρίμι;
VERB: παίζω;
ADJECTIVE: πρόθυμος;
USER: παιχνίδι, παιχνιδιού, το παιχνίδι, παιχνιδιών, αγώνα
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
got
/ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν
GT
GD
C
H
L
M
O
great
/ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας;
USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great
GT
GD
C
H
L
M
O
group
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
headcount
/ˈhed.kaʊnt/ = USER: απασχολούμενων, O αριθμός απασχολούμενου, O αριθμός απασχολούμενου προσωπικού, αριθμός απασχολούμενου
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
implemented
/ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμοστεί, εφαρμόζονται, υλοποιηθεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
investment
/ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία;
USER: επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, των επενδύσεων, επένδυσης
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
jun
/CHən/ = USER: Ιούνιος, Ιούνιο, Ιούνη, Ιουν, Ιούνης"
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
knowledge
/ˈnɒl.ɪdʒ/ = NOUN: γνώση, γνώσεις;
USER: γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
GT
GD
C
H
L
M
O
listener
/ˈlɪs.ən.ər/ = NOUN: ακροατής;
USER: ακροατής, ακροατή, ακρόασης, listener, ακροατές
GT
GD
C
H
L
M
O
logistics
/ləˈdʒɪs.tɪks/ = NOUN: επιμελητεία, επιστήμη της μεταφοράς ή προμήθειας πολεμικών εφοδίων;
USER: επιμελητεία, εφοδιαστικής, logistics, εφοδιαστική, της εφοδιαστικής
GT
GD
C
H
L
M
O
looking
/ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
mainly
/ˈmeɪn.li/ = ADVERB: κυρίως;
USER: κυρίως, κύριο λόγο, κατά κύριο λόγο, ιδίως
GT
GD
C
H
L
M
O
months
/mʌnθ/ = NOUN: μήνας;
USER: μήνες, μηνών, months, μήνα
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
mouse
/maʊs/ = NOUN: ποντίκι, ποντικός;
VERB: κυνηγώ ποντίκους;
USER: ποντίκι, ποντικός, ποντικιού, του ποντικιού, το ποντίκι
GT
GD
C
H
L
M
O
music
/ˈmjuː.zɪk/ = NOUN: μουσική;
USER: μουσική, μουσικής, τη μουσική, μουσικά, μουσικού
GT
GD
C
H
L
M
O
next
/nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος;
PREPOSITION: έπειτα;
USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
nineteen
/ˌnaɪnˈtiːn/ = USER: nineteen-, nineteen, nineteen;
USER: δεκαεννέα, δεκαεννιά, δεκαετία, δέκα εννέα, δεκαετία του
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
pay
/peɪ/ = NOUN: πληρωμή, μισθός, μισθοδοσία;
VERB: πληρώνω, προσφέρω;
USER: πληρωμή, δικαστικά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώνουν, πληρώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
pics
/pik/ = USER: pics, φωτογραφίες, εικόνες, τις φωτογραφίες,
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
points
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημεία, σημείων, πόντους, τα σημεία, μονάδες, μονάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
providers
/prəˈvaɪ.dər/ = NOUN: προμηθευτής, χορηγός;
USER: παρόχους, πάροχοι, παρόχων, οι πάροχοι, παροχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
recommendations
/ˌrek.ə.menˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: σύσταση, ευχή, προτέρημα;
USER: συστάσεις, προτάσεις, συστάσεων, τις συστάσεις, συστάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
reduce
/rɪˈdjuːs/ = VERB: περιορίζω, ελαττώ, ελαττώνω, χαμηλώνω, μετατρέπω, περιστέλλω;
USER: μείωση, μείωση των, τη μείωση, να μειώσει, μειώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
saved
/seɪv/ = VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ;
USER: αποθηκευτεί, αποθηκεύονται, σωθεί, αποθηκεύεται, έσωσε, έσωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
served
/sɜːv/ = VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω;
USER: εξυπηρετείται, σερβίρεται, εξυπηρετούνται, υπηρέτησε, σερβίρονται
GT
GD
C
H
L
M
O
six
/sɪks/ = USER: six-, six;
USER: έξι, έξη, από έξι
GT
GD
C
H
L
M
O
supplies
/səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθειες, εφόδια;
USER: προμήθειες, εφόδια, προμηθειών, παραδόσεις, εφοδιασμού, εφοδιασμού
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
testimonial
/ˌtestəˈmōnēəl/ = NOUN: πιστοποιητικό, συστατικό;
ADJECTIVE: πιστοποιητικός, τιμητικός, συστατικός;
USER: πιστοποιητικό, πιστοποιητικός, μαρτυρία, μαρτυρίας, μαρτυρία για
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
think
/θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι;
USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
transcript
/ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο;
USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
twelve
/twelv/ = USER: twelve-, twelve;
USER: δώδεκα, τους δώδεκα, τους δώδεκα
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
upsells
= USER: upsells, τα upsells,
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/ -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
visit
/ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη;
VERB: επισκέπτομαι;
USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
website
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
working
/ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος;
NOUN: τρόπος εργασίας;
USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
worth
/wɜːθ/ = NOUN: αξία;
ADJECTIVE: άξιος, αξίζων, αυτός που αξίζει;
USER: αξία, αξίζει, αξίας, αξίζει να, αξίζει και, αξίζει και
GT
GD
C
H
L
M
O
yeah
/jeə/ = USER: ναι, yeah
GT
GD
C
H
L
M
O
yet
/jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις;
USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
101 words